27 Ιουνίου 2022

Σαν Παλιό Παραμύθι, Σμαραγδή Μητροπούλου, εκδ. Συμπαντικές Διαδρομές


Της θάλασσας τα κύματα απόψε παρακάλεσα

φέρτε μου πίσω την αγάπη, την καρδιά μου…

Ένας σταυρός στα στήθη, ένα όνομα στα χείλη…

γύρνα, καλέ μου, κοντά μου ξανά.



Εδώ και μια εβδομάδα, ο Τζιάκομο απολάμβανε την ηρεμία του φθινοπώρου στη μικρή πόλη της Μεθώνης, άλλοτε κάνοντας μακρινούς περιπάτους στις εξοχές κι άλλοτε θαυμάζοντας το ηλιοβασίλεμα με φόντο το κάστρο. Και ύστερα…μετουσίωνε ό,τι έβλεπε γύρω του σε ποίηση.

Απόψε, καθώς η νύχτα είχε μεσιάνει, ένα τραγούδι τον απέσπασε από τις σκέψεις και την περισυλλογή του.

«Ποιος τραγουδά τόσο όμορφα;» αναρωτήθηκε, ανοίγοντας το παράθυρο του δωματίου του.

Κοίταξε δεξιά-αριστερά γεμάτος περιέργεια. Μόνο το κύμα της θάλασσας έβλεπε και το φως του φεγγαριού. Δε φαινόταν να υπάρχει κάποιος εκεί κοντά.

Γυναίκα να’ναι ή νεράιδα τούτο το πλάσμα με τη θεϊκή φωνή; σκέφτηκε και χαμογέλασε αμέσως για τη σκέψη του.

«Aχ Τζιάκομο! Τζιάκομο! Πού ακούστηκε νεράιδα τη σημερινή εποχή;» σχεδόν μάλωσε τον εαυτό του.

Το τραγούδι αντηχούσε ακόμη στ’ αυτιά του την ώρα που έγειρε να κοιμηθεί.

«Παράξενο!» μουρμούρισε. «Πολύ παράξενο!»

Κουρασμένος καθώς ήταν, δεν άργησε να παραδοθεί στην αγκαλιά του Μορφέα. Και τότε την είδε στο όνειρό του: μια όμορφη γυναίκα με λευκή φορεσιά και ξέπλεκα καστανά μαλλιά που έφταναν ως τη μέση της.

«Σε περιμένω, καλέ μου, μην αργήσεις», την ένιωσε να λέει ξανά και ξανά.

Πάλι εσύ; συλλογίστηκε και άνοιξε τα μάτια του.

Από τότε που είχε αποφασίσει αυτό το ταξίδι-προσκύνημα στον τόπο απ’ όπου κατάγονταν οι πρόγονοι της μητέρας του, εκείνη η οπτασία τον καταδίωκε στα όνειρά του.

 (απόσπασμα) 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.